κουβαλητικά

κουβαλητικά
τα
η αμοιβή για το κουβάλημα, η δαπάνη της μεταφοράς.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κουβαλητικός — ή, ό [κουβαλητής] 1. σχετικός με τον κουβαλητή 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κουβαλητικά η αμοιβή για το κουβάλημα, τα αχθοφορικά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”